a person holding a smart phone next to an electronic device

Ο αλδοστερονισμός είναι μία ενδοκρινική διαταραχή που σχετίζεται με την υπερβολική παραγωγή της ορμόνης αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια. Η αλδοστερόνη ρυθμίζει την ισορροπία νατρίου και καλίου στον οργανισμό και επηρεάζει άμεσα την αρτηριακή πίεση. Όταν εκκρίνεται σε μεγαλύτερη ποσότητα από τη φυσιολογική, μπορεί να προκαλέσει υπέρταση και ηλεκτρολυτικές διαταραχές.

Πρωτοπαθής Αλδοστερονισμός (Σύνδρομο Conn)

  • Προκαλείται από αυτόνομη υπερέκκριση αλδοστερόνης από έναν ή και τους δύο επινεφριδικούς αδένες.

  • Συχνότερα αίτια είναι αδένωμα ή αδενώματα των επινεφριδίων αμφω.

Συχνά συμπτώματα και κλινικά ευρήματα

  • Ανθεκτική υπέρταση (δύσκολα ρυθμιζόμενη)

  • Χαμηλά επίπεδα καλίου (υποκαλιαιμία)

  • Μυϊκή αδυναμία ή κράμπες

  • Πολυουρία και πολυδιψία

  • Κόπωση, ζάλη

Σε πολλές περιπτώσεις, ο αλδοστερονισμός δεν προκαλεί εμφανή συμπτώματα και διαγιγνώσκεται κατά τη διερεύνηση αρτηριακής υπέρτασης.

Διάγνωση

Η αξιολόγηση περιλαμβάνει:

  • Μέτρηση αλδοστερόνης πλάσματος και ρενίνης

  • Υπολογισμό του λόγου αλδοστερόνης/ρενίνης (ARR)

  • Δοκιμασίες επιβεβαίωσης (φόρτιση με αλάτι ή καπτοπρίλη)

  • Απεικονιστικός έλεγχος επινεφριδίων (αξονική ή μαγνητική τομογραφία)

Η πρώιμη διάγνωση του αλδοστερονισμού είναι σημαντική, καθώς πρόκειται για αίτιο δευτεροπαθούς υπέρτασης που συχνά παραβλέπεται.

Αλδοστερονισμός

black blue and yellow textile

Φόρμα Ενδιαφέροντος